- σαρκοκηλικός
- -ή, -όν, Α [σαρκοκήλη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρκοκήλη2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ σαρκοκηλικός και η σαρκοκηλικήαυτός που πάσχει από σαρκοκήλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκοκηλικόν — σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele masc acc sg σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοκηλικοί — σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)